«Εγώ είμαι ο Πρόεδρος, αλλά αυτός είναι το Αφεντικό», δήλωσε ο Μπαράκ Ομπάμα περιγράφοντας έτσι με απόλυτη σαφήνεια τη θέση που κατέχει ο Μπρους Σπρίνγκστιν στη συνείδηση του αμερικανικού λαού.
Η πολυτάραχη ζωή του παγκόσμιου αυτού ροκ ήρωα ξετυλίγεται μέσα στις σελίδες της νέας του βιογραφίας με τίτλο «Μπρους», της πρώτης βιογραφίας που γράφτηκε τα τελευταία 25 χρόνια από τον δημοσιογράφο των «New York Times» και συγγραφέα Πίτερ Εϊμς Κάρλιν, σε συνεργασία με τον ίδιο, που μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις «Ροδακιό».
Το περιβάλλον όπου μεγάλωσε ο μικρός Μπρους ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό των άλλων παιδιών της ηλικίας του. Ζούσε με τον παππού και τη γιαγιά του, η οικογένεια των οποίων είχε σημαδευτεί από τον χαμό της 5χρονης κόρης τους: «Οταν ο Μπρους έγινε αρκετά μεγάλος για να παίξει έξω με τ' άλλα παιδιά της γειτονιάς, οι επισκέψεις στα νοικοκυρεμένα τους σπίτια τον μπέρδευαν και τον στενοχωρούσαν. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως οι τοίχοι στα δωμάτια των φίλων του ήταν φρεσκοβαμμένοι, πως οι κάσες των παραθύρων τους δεν έτριζαν και πως τα ταβάνια στις κουζίνες τους έμοιαζαν σταθερά πάνω από τα κεφάλια τους. Ολοι οι ενήλικες έδειχναν αξιόπιστοι ? σταθερές δουλειές, τακτικοί μισθοί και κανένα δείγμα επερχόμενης υστερίας.''Αγαπούσα πάρα πολύ τον παππού και τη γιαγιά μου, αλλά ήταν τόσο μα τόσο περιθωριακοί'', λέει. ''Υπήρχε ένα σημείο ενοχής και ντροπής, μετά όμως αισθανόμουν άσχημα που ντρεπόμουν γι' αυτούς''».
Ο πρώτος καλλιτέχνης που κέντρισε το ενδιαφέρον του Μπρους Σπρίνγκστιν στα σχολικά του χρόνια και έγινε ίνδαλμά του δεν ήταν άλλος από τον «βασιλιά» Ελβις Πρίσλεϊ. «Το μόνο που θέλει ένα παιδί είναι να ξεσηκώσει τον κόσμο, και τώρα αυτό έγινε αληθινό. Ηταν σαν γκρεμίζεις το σπίτι σου και να το ξαναχτίζεις σύμφωνα με τα όνειρά σου και τη φαντασία σου. Αυτός ο τύπος το κατάφερε... Ουσιαστικά αυτός ήταν ο πρόδρομος ενός νέου τύπου άνδρα», λέει ο Μπρους.
Σταθμός στην έναρξη της καριέρας του Μπρους Σπρίνγκστιν ήταν το πολυπόθητο ραντεβού που με πολύ κόπο κατάφερε να του κλείσει ο μάνατζέρ του, ο Εϊπελ, με τον Τζον Χάμοντ, που είχε ανακαλύψει κορυφαίους καλλιτέχνες όπως τον Μπομπ Ντίλαν και την Μπίλι Χόλιντεϊ. «...Υστερα γύρισε στον Μπρους και του ζήτησε να παίξει ένα τραγούδι. Ο Μπρους άρπαξε την κιθάρα του κι έπαιξε τα πρώτα μέτρα του "It's Hard to Be a Saint in the City". O Χάμοντ αντιλήφθηκε αμέσως τη δυναμική στο παίξιμο του νεαρού. Μετά αφοσιώθηκε στους στίχους». «Κατάλαβα αμέσως πως ήταν γεννημένος ποιητής», έγραψε. «Κράτησα κρυφό τον ενθουσιασμό μου...».
Παρότι ο Σπρίνγκστιν είχε αγγίξει το όνειρό του με ένα άλμπουμ το οποίο είχε πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα, ήταν πολλές οι σκέψεις που τον βασάνιζαν: «Η ακεφιά του Μπρους έκανε την εμφάνισή του στις αρχές της περιοδείας για το Born to Run, στις 4 Οκτωβρίου, λίγες ώρες πριν από τη συναυλία στο θέατρο Michigan Palace του Ντιτρόιτ, χωρητικότητας 4.000 θέσεων. «Δεν ήθελα να βγω στη σκηνή», είπε λίγα χρόνια αργότερα στον Ρόμπερτ Χίλμπερν. Ανεξάρτητα από τις πολύ καλές κριτικές και από τις εκστατικές αντιδράσεις του κοινού που ένιωθε στις συναυλιακές αίθουσες, η χιονοστιβάδα της δημοσιότητας τον έκανε να νιώθει πως είναι μια καρικατούρα...».
Το τραγούδι του «Streets of Philadelphia», από την ομώνυμη ταινία, που βραβεύθηκε με Οσκαρ, είχε άμεση σχέση με τα βιώματα της δικής του ζωής: «Οταν αποδέχτηκε το αίτημα του Τζόναθαν Ντέμι να γράψει ένα τραγούδι για την ταινία που ετοίμαζε για έναν ομοφυλόφιλο που έπασχε από AIDS και αντιμετώπιζε την ιδρυματοποιημένη προκατάληψη, ο Μπρους το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σκεφτεί την παιδική του ηλικία. Ο,τι χρειαζόταν να ξέρει βρισκόταν ήδη στη μνήμη του: τα παιδιά που χαζογελούσαν με τα ρούχα του, η απόσταση ανάμεσα στα παιχνίδια στο προαύλιο του σχολείου και στη μοναχική του θέση δίπλα στον φράχτη. Γνώριζε καλά αυτή την περιφρόνηση και η στυφή της γεύση δεν έφυγε ποτέ απ' το στόμα του...».